αἰθρήεις
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
εσσα, εν,
A = αἴθριος, Pherenic. ap. Sch.Pi.O. 3.28, Opp.C.4.73.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθρήεις: εσσα, εν, = αἴθριος, Φερένικ. παρὰ Σχολ. Πινδ. Ο. 3. 28, Ὀππ. Κ. 4, 73.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
etéreo, situado en el éter, δρόμος ... Βορέαο Pherenicus SHell.671, cf. Opp.C.4.73.