ἀκατάγγελτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A unproclaimed, πόλεμος D.H. 1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάγγελτος: -ον, ὁ μὴ προκηρυχθείς, πόλεμος, Διον. Ἁλ. 1. 58, Ἀππ. Ἱσπ. Πόλ. 434. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non déclaré en parl. d’une guerre.
Étymologie: ἀ, καταγγέλλω.
Spanish (DGE)
-ον
no proclamado, no declarado πόλεμος D.H.1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.