ἀκροβολέω
From LSJ
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
English (LSJ)
A throw, καλαύροπα AP6.106 (Zon.). II Astrol., = ἀκτινοβολέω, Man.4.354.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβολέω: εἶμαι ἀκροβόλος, σφενδονῶ, Ἀνθ. Π. 6, 106.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. ἀκροβολίζομαι.
Spanish (DGE)
1 lanzar καλαύροπα AP 6.106 (Zon.).
2 astr. estar en aspecto por la izquierda Ἑρμείου δ' ἀκτῖνες ἐπὴν Κρόνον ἀκροβολῶσιν Man.4.354.