ἀνάκεστος
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
Full diacritics: ἀνάκεστος | Medium diacritics: ἀνάκεστος | Low diacritics: ανάκεστος | Capitals: ΑΝΑΚΕΣΤΟΣ |
Transliteration A: anákestos | Transliteration B: anakestos | Transliteration C: anakestos | Beta Code: a)na/kestos |
ον,
A = ἀνήκεστος, Hp. ap. Erot. (ἀνηκ- in Acut.39).
[Seite 191] Erotian. für ἀνήκεστος.
ἀνάκεστος: -ον, ἀνίατος, ὅμοιον τῷ ἀνήκεστος Ἐρωτιαν.
-ον
incurable Ζεὺς ἐλέησεν ἀνακέστ[οι] ς ἄχεσιν B.Fr.20d.9, cf. Hp. en Erot.25.19.