ἀνευρύνω
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
[ῡ],
A dilate, Hp.Superf.29, Placit.5.16.2; ἡ ῥὶς τοὺς μυκτῆρας ἀνευρύνετο Philostr.Her.19.9; -υσμένον στόμα ἀγγείου Aët.8.69; esp. of arterial aneurism, Antyll. ap. Orib.45.24.1; ἀ. πάλιν ὁ Ὠκεανός broadens out, Arist.Mu.393b6: metaph., νοῦς ἀ. τὰς δυνάμεις Ph.1.249, cf. Dam.Pr.74 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 227] erweitern, Arist. mund. 3; öffnen, ὁδοὶ ἀνεύρυνται Luc. Nigr. 16; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνευρύνω: μέλλ. -ῠνῶ, εὐρύνω, ἀνοίγω, διαστέλλω, Ἱππ. 264. 14, Πλούτ. 2. 907Ε, κτλ.: ― Παθ., ἀν. πάλιν ὁ Ὠκεανὸς Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 11.
French (Bailly abrégé)
élargir, dilater.
Étymologie: ἀνά, εὐρύνω.
Spanish (DGE)
I tr. gener. en v. act.
1 ensanchar, dilatar τὸ στόμα τῆς μήτρης Hp.Superf.29, cf. Placit.5.16.2, σπήλαια I.BI 4.512, κόλπον ... χιτῶνος Nonn.D.3.401, en v. pas. τὸ ἀνευρυσμένον στόμα τοῦ ἀγγείου Aët.8.69, τῆς ... ἀρτηρίας ἀνευρυνθείσης Antyll. en Orib.45.24.1
•fig. τοῦ νοῦ ... τὰς δυνάμεις καθάπερ ὀχετοὺς ἀνευρύνοντος Ph.1.249, cf. en v. med., Dam.Pr.74.
2 explicar ἀνευρύνων ... ἡμῖν τὴν θείαν ἐντολήν Cyr.Al.M.68.540C, cf. 604D, Hsch.
II intr. en v. med. ensancharse (ὁ Ὠκεανός) πάλιν ἀνευρύνεται Arist.Mu.393b6
•abrirse del cáliz de una flor ἀνευρύνεται πάλιν ἠρέμα κατὰ χεῖλος I.AI 3.175, de la nariz, c. ac. de rel. ἡ δὲ ῥὶς ... τοὺς μυκτῆρας ἀνευρύνετο Philostr.Her.19.9.