ἀνεπίσχετος
From LSJ
μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works
English (LSJ)
ον,
A not to be stopped, ὁρμή J.Vit.51; φορή Aret.SD2.5; σακρύων ἀ. πηγαί Aristaenet.2.5; of persons, Ph.2.268. Adv. -τως Id.1.296, Plu.Ages. 27.
German (Pape)
[Seite 225] unaufhaltsam, Sp.; adv., Plut. Ages. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίσχετος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ σταματήσῃ, ἀκράτητος, φορὴ Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 5· δακρύων ἀν. πηγαὶ Ἀρισταίν. 2. 5. -Ἐπίρρ. τως Πλουτ. Ἀγησ. 27.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede ser detenido, incontenible ὁρμή I.Vit.265, φορή Aret.SD 2.5.1, δακρύων ... πηγαί Aristaenet.2.5.20
•de pers., Ph.2.268.
2 adv. -ως inconteniblemente αἵματος ... ῥέοντος ἀ. Plu.Ages.27, ὕοντος ἡμῖν ἀ. οὐρανοῦ Ph.1.296.