πορεύω

From LSJ
Revision as of 00:09, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορεύω Medium diacritics: πορεύω Low diacritics: πορεύω Capitals: ΠΟΡΕΥΩ
Transliteration A: poreúō Transliteration B: poreuō Transliteration C: poreyo Beta Code: poreu/w

English (LSJ)

fut.

   A -σω E.Hec.447 (lyr.), etc.: aor. ἐπόρευσα, poet. πόρευσα Pi.P.11.21:—Pass. and Med., fut. πορεύσομαι S.OT676, Pl.Smp.190d; πορευθήσομαι IG22.141.2, LXX 3 Ki.14.2: aor.ἐπορευσάμην (only compds. ἐν-, προ-, Pl. Ep.313d, Plb.2.27.2); ἐπορεύθην Pi.Fr.75.8, Hdt.8.107, Th.1.26, E. Hec.1099 (lyr.), etc.: pf.πεπόρευμαι Pl.Plt.266d, D.53.6:(πόρος):    I Act., make to go, carry, convey, by land or water, τινα Arion 1.13, Pi. O.1.77, P.11.21, etc.; ἐπ' εὐστόλου νεὼς πορεύσαιμ' ἂν ἐς δόμους S.Ph. 517 (lyr.); ὡς τάχιστά μοι μολὼν ἄνακτα . . τις πορευσάτω Id.OC1476; ἐμὲ πόντιον σκάφος πορεύσει Ἄργος E.Tr.1086 (lyr.); ποντιὰς αὔρα, . . ποῖ με πορεύσεις; Id.Hec.447(lyr.); βᾶσά νιν δεῦρο πόρευσον Id.Med.181 (lyr.); στρατιὰν πεζῇ π. ὡς Βρασίδαν Th.4.132, etc.: c. dupl.acc., carry or ferry over, [Νέσσος] ποταμὸν . . Βροτοὺς μισθοῦ 'πόρευε S.Tr.560; γυναῖκ' ἀρίσταν λίμναν . . πορεύσας ἐλάτᾳ E.Alc.443 (lyr.).    2 of things, bring, carry, ἐπιστολὰς πατρί S.OC1602; furnish, bestow, χρυσόν E.Ph.985; set in motion, κίνησις . . βραδυτῆτάς τε καὶ τάχη . . π. Pl.Lg.893d.    3 abs., conduct a search, S.Ichn.324 (lyr., s.v.l.).    II Pass. and Med., to be driven or carried, μέγας βοῦς ὑπὸ σμικρᾶς μάστιγος εἰς ὁδὸν π. Id.Aj.1254; πρὸς βίαν π. Id.OC 845.    2 go, walk, march, Hdt.8.22, Thphr.Char.2.1, etc.; ἐφ' ἑνὸς σκέλους Pl.Smp.190d; σύνδρομά τινι Id.Plt.266d; ταχέως X.An. 2.2.12; τοῖν ποδοῖν Id.Cyr.4.3.13; go by land, opp. going by sea, Id.An.5.3.1; also cross, pass over, διαφυλάσσειν τὰς σχεδίας, πορευθῆναι βασιλέϊ for the king's crossing, Hdt.8.107; π. δι' Εὐρίπου Th.7.29: freq. with Preps., π. ἐκ δόμων, ἔξω δωμάτων, S.Tr.392, E.Hipp.1156; εἰς ἀγρόν Pl.R.563d; εἰς ἐκκλησίαν Thphr.Char.4.1; ἐξ . . ἐς . . Hdt.4.35; ἐπὶ τὸν Ἀχέροντα Pl.Phd.113d: c.acc.loci, enter, π.στέγας S.Tr. 329, cf. E.Hel.51; π. διὰ Θεσσαλίης march through T., Hdt.7.196; π. παρὰ βασιλέος come from his presence, Id.6.95; παρὰ βασιλέως πρὸς τὸν σατράπην X.An.4.5.10; π. πρὸς τὸν ἴδιον ἄνδρα go in to her husband, Theano ap.D.L.8.43: freq. c.acc.cogn., μακροτέραν (sc.ὁδόν) π. X.An.2.2.11, etc.; π.φυγάν E.Ion 1239(lyr.); τὴν εἱμαρμένην πορείαν Pl.Mx.236d: c.acc.loci, γῆν πολλὴν π. go over, trauerse, Arr.An.6.23.1; π. τὰ δύσβατα X.Cyr.2.4.27; τοσαῦτα ὄ ρη Id.An.2.5.18: Geom., π. διὰ τοῦ κέντρου pass through the centre, Archim.Con.Sph. 16; π. γραμμάν traverse, move along a line, Id.Spir.14.—Special phrases: ἐς ἄρκυν π. fall into... E.El.965; ἐπ' ἔργον π., ἐπὶ τὰ δευτερεῖα π., Id.Or.1068, Pl.Phlb.23b; π. εἰς τὰ κτήματα enter into possession of... D.44.32; ἢν αἱ καθάρσιες πορεύωνται if the menses come, Hp.Aph. 5.60.    3 walk, i.e. live, εἴ τις ὑπέροπτα . . π. S.OT884 (lyr.); freq. in LXX, as π. τοῖς νομίμοις Le.18.3.    4 metaph., ἡ πονηρία διὰ τῶν ἡδονῶν π. X.Cyr. 2.2.24; of discourse, ἐκτὸς τῶν λόγων π. Pl. Lg.812a; διὰ τῶν ὁμολογουμένων X.Mem.4.6.15; καθ' ὁμοιότητα π. proceed by analogy, Phld.Sign.31.    5 proceed at law, PEleph.3.5,4.6 (iii B.C.).    6 go on one's way, i.e. die, Jul.Ep.14.