ἀντισταθμάω
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
A = ἀντισηκόω, Sm.Jb.28.19:—in Med., Eust.1875.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντισταθμάω: ἀντισηκόω, Βασιλ. τ. 1, σ. 303Β, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 897D: - οὕτως, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Εὐστ. 1875. 8.
Spanish (DGE)
contrapesar, equilibrar ἀντιστάθμησον αὐτὰς ἐπὶ τοῦ οἰκείου σεαυτοῦ κριτηρίου Basil.M.29.480A, ἀντισταθμήσωμεν τὰ λυπηρὰ τοῖς ἡδέσι Gr.Naz.M.37.365A, cf. Sm.Ib.28.19, en v. med. Eust.1875.8.