ἀπερίβλεπτος

From LSJ
Revision as of 12:15, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source

German (Pape)

[Seite 287] 1) nicht überschaut, nicht erwogen. – 2) nicht um sich schauend, unvorsichtig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερίβλεπτος: -ον, ὁ μὴ περιβλεπόμενος, ἀπερίοπτος Α. Β. 8. 9, ἐν λέξ. ἀπέρωτος. ΙΙ. ἀκατάληπτος, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 162, «ἀνυπονόητος» Σουΐδ., «ἀπερινόητος» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inabarcable ἀ. καὶ παμπληθῆ θεωρίας ἔκτασιν Iambl.VP 162, cf. AB 421, Hsch., Sud.
2 carente de visión πάντων Hippol.Haer.4.46
carente de respeto Phryn.PS p.10.
II adv. -ως
1 sin ostentación Pion.V.Polyc.10.
2 descuidadamente Eus.VC 2.16.