ἀπόναιο
From LSJ
English (LSJ)
ἀποναίατο,
A v. ἀπονίναμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόναιο: ἀποναίατο, ἴδε ἀπονίναμαι.
English (Autenrieth)
see ἀπονίνημι.
Spanish (DGE)
ἀποναίατο v. ἀπονίναμαι.
Full diacritics: ἀπόναιο | Medium diacritics: ἀπόναιο | Low diacritics: απόναιο | Capitals: ΑΠΟΝΑΙΟ |
Transliteration A: apónaio | Transliteration B: aponaio | Transliteration C: aponaio | Beta Code: a)po/naio |
ἀποναίατο,
A v. ἀπονίναμαι.
ἀπόναιο: ἀποναίατο, ἴδε ἀπονίναμαι.
see ἀπονίνημι.
ἀποναίατο v. ἀπονίναμαι.