ἀποσκεπάζω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
German (Pape)
[Seite 324] ab-, aufdecken, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκεπάζω: ἀποκαλύπτω, «ξεσκεπάζω», Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 83, Γεωπ.
Spanish (DGE)
1 destapar πίθον Sch.A.Pr.83 (p.180) D., en v. pas. Gp.7.15.4, ἀποσκεπασθήσεται ὁ ΄ᾴδης será destapado el infierno 1Apoc.19 (p.87)
•fig. descubrir, poner en evidencia παρατηρήματα ... μὴ ἀποσκεπασθέντα ... ἐνίοις Didym.M.39.637C.
2 desollar, arrancar τὸ δέρμα Hsch.s.u. ἀπεσκόλυπτεν.