ἀσκαρίς
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A worm in the intestines, Hp.Aph.3.26, Arist.HA 551a10. II larva of the ἐμπίς, ib.551b27.
German (Pape)
[Seite 370] ίδος, ἡ, sowohl ein Eingeweidewurm, als auch die Larve einer Wassermücke, Arist. H. A. 5, 19. Bei Hippocr. kleine Würmer im Mastdarm, bes. der Kinder.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκαρίς: -ίδος, ἡ, σκώληξ τῶν ἐντέρων, Ἱππ. Ἀφ. 1248· ἔστι δὲ αὐτῶν (τῶν «ἑλμίνθων) γένη τρία, ἥ τε ὀνομαζομένη πλατεῖα καὶ αἱ στρογγύλαι καὶ τρίται αἱ ἀσκαρίδες Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 519, 4· «ἀσκαρίδες, ἕλμινθες ἰσχναὶ καὶ μακραὶ (δ. γρ. μικραὶ) ἐν τῷ ἀπευθυσμένῳ ἐντέρῳ γεννώμεναι» Γαλην. Λεξ. Ἱπποκρ., πρβλ. ἕλμινς ΙΙ. τὸ ἔμβρυον τῆς ἐμπίδος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 14 κἑξ.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
entom.
1 ascáride, lombriz intestinal Hp.Aph.3.26, Prorrh.1.138, Arist.HA 551a10.
2 larva del estro o moscardón, Arist.HA 551b27, del mosquito, Arist.HA 487b5.
• Etimología: Deriv. de ἀσκαρίζω q.u.