αὐξομείωσις
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
English (LSJ)
εως, ἡ,
A rise and fall of the tide, Str.Chr.3.26 (pl.). II waxing and waning of the moon, Ant. Diog.4 (pl.; also περὶ τοὺς οἰκείους ὀφθαλμούς ibid.), Ptol.Alm.2.1 (pl.); variation in period, ζῳδίων Cat.Cod.Astr.1.163.13.
Greek (Liddell-Scott)
αὐξομείωσις: -εως, ἡ, ἡ πλήμμυρα καὶ ἡ ἄμπωσις τῆς παλιρροίας, Χρηστομάθ. Στράβ. 32 Huds· ἡ αὔξησις καὶ ἐλάττωσις τῆς σελήνης, Φωτ. Βιβλ. 109.29: ― τὸ ῥῆμα αὐξο-μειόω, παρὰ Πτολ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): tb. αὐξι- Tz.Comm.Ar.2.425.16
1 astr. aumento y disminución τῶν νυχθημέρων Ptol.Alm.2.1
•creciente y menguante, fases σεληνιακαὶ ... αὐξομειώσεις Ant.Diog.4, αὐξιμειώσεις ... σεληναῖαι Tz.Comm.l.c.
•variación del período de duración ἑκάστου ζῳδίου Cat.Cod.Astr.1.163.13.
2 flujo y reflujo de la marea Str.Chr.3.26.
3 gradación τῶν ἀξιωμάτων Ptol.Tetr.4.3.5.