βαρυπενθής
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
English (LSJ)
ές, = sq., Ph.2.269, IG12(5).675.6 (Syros), Orph.Fr.32c:—a fem. form βᾰρυ-πενθάς Epigr.Gr.367 (Cotiaeum). II causing grievous woe, μάχαι B.13.12; τόξα APl.4.134 (Mel.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυπενθής: -ές, = τῷ ἑπομ., Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 212, 367. ΙΙ. ὁ προξενῶν πάθος, θλῖψιν, λύπην βαρεῖαν, Ἀνθ. Πλαν. 4.134, Φίλων 2. 268.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui cause une douleur profonde.
Étymologie: βαρύς, πένθος.
English (Slater)
βαρυπενθής ?
1 of deep grief ]βαρυπε[νθ (supp. Snell: fort. divisim) ?fr. 344. 6.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠπενθής) -ές
• Alolema(s): fem. βαρυπενθάς GVI 675a.3 (Cotieo, Frigia III d.C.)
1 de pers. gravemente dolorido o afligido ἴσθι ... ὅτι γενόμενος φιλήδονος πάντ' ἔσει ταῦτα ... β. Ph.2.269, μήτηρ AP 9.254 (Phil.), GVI l.c., Θειοφίλα ... ἁ β. ὀρφανὸν ἐν ζωοῖς παῖδα λιποῦσα πατρός IG 12(5).675.6 (Siro), cf. Orph.Fr.32c.
2 que causa grave aflicción μάχαι B.14.12, τόξα AP 16.134 (Mel.).