βιοπλανής
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
English (LSJ)
ές,
A wandering to get one's living, a beggar, βιοπλανές (poet. nom. pl. for -πλανέες) Call. Fr.497: neut. sg. βιοπλανες Hdn. Gr. ap. Et.Gen., A.D.Pron.93.8.
German (Pape)
[Seite 445] ές, umherirrend seinen Lebensunterhalt suchend, Callim. frg. in B. A. 1253; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
βιοπλᾰνής: -ές, πλανώμενος ὅπως πορισθῇ τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ἐπαίτης, βιοπλανὲς (ποιητ. ἀντὶ -πλανέες) Καλλίμ. ἐν Α. Β. 1253.
Spanish (DGE)
(βιοπλᾰνής) -ές
• Morfología: [plu. nom. βιοπλανές Call.Fr.489, acentuado βιόπλανες A.D.Pron.93.8; dat. βιοπλανέεσσιν Nonn.Par.Eu.Io.13.29]
de vida vagabunda de pers., Call.l.c., πτωχοῖσι βιοπλανέεσσιν Nonn.Par.Eu.Io.13.29
•de abstr. propio de una vida descarriada ἦθος Nonn.Par.Eu.Io.15.19, ἄχθος ἀνάγκης Nonn.Par.Eu.Io.20.23.