βου-
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
prefix used in compos. (cf. βουγάϊος, etc.),
A huge, monstrous. (From βοῦς, cf. ἵππο-.)
Greek (Liddell-Scott)
βου-: συχνὸν ἐν συνθέσ. πρὸς ἔκφρασιν καθ’ ὑπερβολὴν μεγάλου τινὸς ἢ τερατώδους πράγματος, π.χ. βούλιμος, βούπαις, βουγάιος, βουφάγος, βουχανδής. Ἀναμφιβόλως εἶναι τύπος τις τῆς λέξεως βοῦς, ἐπειδὴ εὑρίσκομεν σύνθετα καὶ ἐκ τοῦ ἵππος, ὡς τὰ ἀγγ. horse-laugh, horse-chesnut, horse-radish, κτλ.
Spanish (DGE)
prefijo de composición que confiere valor aumentativo τὸ γὰρ βου προτασσόμενον τὸ μέγα δηλοῖ Seleuc.Fr.2, cf. Hsch.