προγίγνομαι

From LSJ
Revision as of 00:11, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγίγνομαι Medium diacritics: προγίγνομαι Low diacritics: προγίγνομαι Capitals: ΠΡΟΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: progígnomai Transliteration B: progignomai Transliteration C: progignomai Beta Code: progi/gnomai

English (LSJ)

Ion. and later προγεωργ-γίνομαι [ῑ]: fut. -γενήσομαι: aor. προὐγενόμην: pf. προγέγονα and -γεγένημαι:—

   A come forward, οἱ δὲ τάχα προγένοντο quickly they came in sight, Il.18.525, cf. h.Hom.7.7; ἄμυδις προγένοντο Hes.Sc.345; εἴσω π. Opp.H.2.103; κόπρον ἔπι π. Call.Dian.178, cf. Theoc.25.134: c. gen., ὠκεανοῖο . . ὁπότε προγένωνται Ἰχθύες Arat.706; ἀστὴρ ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα πρὸ ἁλίου προγενόμενος Ti.Locr.97a.    II to be born before, exist before, ἢν . . προγεγονότες ἔωσι πρὶν . . Hdt.7.3; οἱ προγεγονότες θεοί Id.2.146; οἱ π. ἄνθρωποι former men, X.Mem.4.8.10; οἱ προγεγενημένοι Id.Cyr.8.7.24, etc.; οἱ προγενόμενοι the previous crews, Plb.10.17.12.    2 of events, etc., ταῦτά μοι προὐγεγόνει Pl.Smp.219e; αἱ ἀκοαὶ τῶν προγεγενημένων reports of things of old time, Th.1.20, etc.; τὰ προγεγονότα Hp. Prog.1, etc.; προγεγενημένοι [πόλεμοι], καιροί, Th.1.1, Decr.Byz. ap. D.18.90; οἱ προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι Pl.Lg.699e, cf. PHib. 1.96.8 (iii B.C.); αἱ διὰ τῆς ψυχῆς ἡδοναὶ πρὸ τῶν διὰ τοῦ σώματος προγίγνοιντ' ἄν Pl.Phlb.39d.    III simply, to be born, Man.6.255, 336.