γελοιώδης
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ες,
A = γέλοιος 11, Porph.Chr.55, Procop.Arc.23, Goth. 4.21, Sch.Ar.V.564. Adv. -δῶς Id.Pl.681, Hsch. s.v. ἀστείως.
German (Pape)
[Seite 480] ες, = γελοῖος, Sp., wie Schol. Ar. Vesp. 566.
Greek (Liddell-Scott)
γελοιώδης: -ες, = γέλοιος ΙΙ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 579.- Ἐπίρ.– δῶς Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 681.
Spanish (DGE)
-ες
I 1de cosas y abstr. ridículo τὸ διήγημα Porph.Chr.55, τὸ γελοιῶδες τοῦτο τοῦ φόρου esa ridiculez del impuesto Procop.Arc.23.8, μύθῳ ... γελοιώδει Procop.Goth.4.21.17, γελοιώδεις λόγους καὶ σκώμματά τινα Sch.Nic.Al.130a, ἐμοὶ ... ἀνακόλουθα ταῦτα καὶ γελοιωδέστατα φαίνεται Tz.ad Lyc.805.
2 de pers. que hace reir, bromista Αἴσωπος ... ὑποκριτὴς γελοιώδης Sch.Ar.V.566.
II adv. -ῶς
1 de manera ridícula γ. εἴρηκεν Sch.Ar.Pl.681.
2 de modo agradable, divertido Hsch.α 7869.