δαμάσιππος
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
English (LSJ)
[μᾰ], ον,
A horse-taming, of Athena, Lamprocl.1.4 (perh.Stes., cf.Sch.Aristid.3.537 D.), cf. Corn.ND20; Αυδία B.3.23.
German (Pape)
[Seite 521] Pferde bändigend, Lamprocl. bei Schol. Ar. Nub. 964.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμάσιππος: -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Λυδία Βακχυλ. 3, 23· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Λαμπροκλ. παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 964, ἴδε Στησίχορ. 97 Kleine.
Spanish (DGE)
(δᾰμάσιππος) -ου, ὁ
• Prosodia: [-μᾰ-]
domador de caballos epít. de Atenea, Lamprocl.1, Corn.ND 20, de Lidia, B.3.23, de las amazonas, Orph.A.740 (δάμνιππ- cód.).