δέψα
From LSJ
Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
English (LSJ)
ἡ,
A skin, hide, Suid.
German (Pape)
[Seite 555] ἡ, die gegerbte Haut, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δέψα: ἡ, ἡ βύρσα ἡ δεδεψημένη, τὸ κατειργασμένον δέρμα, Σουΐδ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ piel, cuero curtido Zonar.