διαθλέω
Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin
German (Pape)
[Seite 579] 1) durch-, zu Ende kämpfen, ἀγῶνας Hierocl.; βίον, Hel. 7, 5. – 2) wettkämpfen, τινί, Conon. 12; πρός τινα, Ael. V. H. 5, 6.
Greek (Liddell-Scott)
διαθλέω: ἀπελπιστικῶς ἀγωνίζομαι, πρός τινα Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 6· τινι Κόνων 12· ΙΙ. ἀγωνίζομαι συνεχῶς, μέχρι τέλους, βίον Ἡλιόδ. 7. 5· ἀγῶνες διαθλούμενοι Κλήμ. Ἀλ. 29.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
lutter énergiquement.
Étymologie: διά, ἀθλέω.
Spanish (DGE)
1 combatir constantemente, luchar enérgicamente ἀσκητικὸς γὰρ ὢν καὶ ἔτι διαθλῶν Ph.1.552
•c. giro prep. πρὸς Πῶρον καὶ Ταξίλην καὶ Δαρεῖον διήθλησεν Ael.VH 5.6, ὑπὲρ τοῦ γάμου διαθλῶν Cono 1.10, οἱ ὑπὲρ Χριστοῦ διεθληκότες de los mártires, anón. en AfP 21.1971.78.11, en v. pas. οἱ ἀγῶνες ἐπὶ νεκροῖς διαθλούμενοι las competiciones que se celebran en honor de los muertos Clem.Al.Prot.2.34
•en v. med. mismo sent. ὑπὲρ κτήσεως ἀρετῆς πόνος διαθλεῖται Ph.1.196.
2 combatir, luchar hasta el final διαθλήσεις βίον pasarás la vida luchando Hld.7.5.5, c. ac. int. ἀνήνυτον καὶ ἀτελῆ πόνον διαθλεῖν realizar esforzadamente un trabajo vano y sin fin Ph.1.570, τοὺς ἀρετῆς ἄθλους διαθλῶν Ph.1.369, πολλὰ διαθλήσας χειρὶ σὺν οὐρανίῃ habiendo combatido mucho con ayuda del poder celestial Gr.Naz.M.37.1358A, διαθλεῖ ... πάντας τοὺς ὑπὲρ ἀρετῆς ἀγῶνας Hierocl.in CA 14.1.