διαλείβομαι

From LSJ
Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source

German (Pape)

[Seite 586] zerfließen, Wyttenb. Conj. Plut. san. tuend. p. 406.

Greek (Liddell-Scott)

διαλείβομαι: παθ., ῥέω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Πλούτ. 2. 136Β Wyttenb.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
couler dans des directions différentes.
Étymologie: διά, λείβω.

Spanish (DGE)

derramarse, fluir ὑπονόμους ὀρύσσοντες καὶ τέμνοντές τινας διώρυχας συνάγουσι τὸ ἐκ τούτων διαλειβόμενον ὕδωρ Alex.Aphr.in Mete.56.11.