διάθραυστος
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
ον,
A easily broken, Thphr.Lap.11.
Greek (Liddell-Scott)
διάθραυστος: -ον, εὐκόλως θραυόμενος, Θεόφρ. Λίθ. 11.
Spanish (DGE)
-ον
que se rompe fácilmente, frágilde ciertas piedras μαλακωτέρους καὶ διαθραύστους μᾶλλον Thphr.Lap.11.