δικόλουρος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A doubly truncated, πυραμίδες Nicom.Ar.2.14.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκόλουρος: -ον, δὶς κολοβός, πυραμὶς Νικόμ. Ἀριθμ. σ. 126 Ast.
Spanish (DGE)
-ον
geom. truncado dos veces πυραμίδες Nicom.Ar.2.14, Ascl.in Introd.2.14.6.