πρόθυρον
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
τό,
A front-door, door-way, esp. of the entrance to the αὐλή, ἐκ δ' ἔλασε προθύροιο καὶ αἰθούσης Il.24.323, cf. Od.3.493: pl., στῆ δ' . . ἐπὶ προθύροις Ὀδυσῆος, οὐδοῦ ἐπ' αὐλείου 1.103; πρόθυρα δωμάτων A.Ch.966 (lyr.), cf. E.Tr.194(lyr.); of the entrance to the μέγαρον, Od.18.10, 101, 386, 21.299. 2 porch, portico, παραστάδας καὶ π. βούλει ποικίλα Cratin.42, cf. Dicaearch. Hist.59.8. 3 space before a door, whether or not it is a porch or portico: before the outmost entrance, pl., Od.4.20, 10.220, Hdt.3.140, 6.35; sg., Pl. Prt.314c, Smp.175a: Ἑρμαῖ . . λίθινοι . . ἐν ἰδίοις προθύροις Th.6.27, cf. Pi.P.3.78 (sg.), Ar.V.802 (pl.), 875 (sg.), Call.Epigr.26(sg.): before the entrance to the μέγαρον, Od.20.355 (sg.); before the entrance of a νεωκόριον, IG22.1672.208. II metaph., Κόρινθος Ἰσθμίου πρόθυρον Ποτειδᾶνος Pi.O.13.5; ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀγαθοῦ προθύροις Pl.Phlb.64c; πρόθυρα καὶ σχῆμα . . σκιαγραφίαν ἀρετῆς περιγραπτέον Id.R.365c; χείλη . . στόματος νεκταρέου πρόθυρα AP5.55 (Diosc.).