δουλευτέον
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
A one must be a slave, τινί E.Ph.395, Ba.366; οὐ μὴν δουλευτέον τοὺς νοῦν ἔχοντας τοῖς κακῶς φρονοῦσιν Isoc.9.7.
Greek (Liddell-Scott)
δουλευτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ εἶναι δοῦλος, Εὐρ. Φοιν. 395, Βάκχ. 366. ΙΙ. ἐν Ἰσοκρ. 190Β, πρέπει πιθ. νὰ γραφῇ
Spanish (DGE)
1 hay que ser esclavo, hay que servir ἐς τὸ κέρδος παρὰ φύσιν δ. E.Ph.395, cf. Plu.Demetr.14, c. dat. τῷ Βακχίῳ E.Ba.366, τῷ σώματι Basil.Gent.9.
2 c. ac. y dat. agente hay que esclavizar οὐ μὴν δ. τοὺς νοῦν ἔχοντας τοῖς κακῶς φρονοῦσιν y los malintencionados no deben esclavizar a los sensatos Isoc.9.7.