δυσαγής
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
ές, (ἅγος)
A impious, opp. εὐαγής, Man.5.180, Poll.1.33.
German (Pape)
[Seite 674] ές, mit schwerer Schuld behaftet, gottlos; Man. 5, 179; Poll. 1, 33.
Greek (Liddell-Scott)
δυσᾰγής: -ές, (ἄγος) ἀσεβής, ἀντίθ. εὐαγής, Μανέθων 5. 180.
Spanish (DGE)
-ές
impío de pers., op. εὐαγής Poll.1.33, ἔθνη τὰ δυσαγέστατα Cels.Phil.7.62, δυσαγῆ ... ἔνθεον Ἄττιν Man.5.180
•subst. τὰ φίλα πράττειν τῷ δυσαγεῖ (τῷ Λικιννίῳ) πεπεισμένοι (οἱ κόλακες) convencidos (los aduladores) de estar haciendo lo que agradaba al impío (Licinio) Eus.HE 10.8.17
•no de pers. πόλεμος Eus.HE 10.8.3, πορνεία Anon.V.Thecl.18.37, μιαρὰ καὶ δυσαγῆ ἀποτελέσματα Anon.V.Thecl.22.19.