δυσμείλικτος
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ον,
A hard to appease, Id.Art.19; πικρία Id.2.553a.
German (Pape)
[Seite 683] unversöhnlich, Plut. Artax. 19 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
δυσμείλικτος: -ον, δυσκόλως καταπραϋνόμενος, Πλούτ. Ἀρτοξ. 19, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à adoucir litt. à emmieller.
Étymologie: δυσ-, μειλίσσω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de aplacar πολέμιος Plu.Phil.19, πικρία ... τυράννου Plu.2.553a, οἱ σκληροὶ καὶ δυσμείλικτοι Ast.Am.Hom.13.7.1
•neutr. subst. τὸ δ. implacabilidad τὸ θηριῶδες αὐτῆς καὶ δ. Ctes.29b.7, τὸ ... περὶ τὰς τιμωρίας δ. Plu.Mar.14.