ἐγκράνιον
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
[ᾱ], τό,
A cerebellum, Gal.UP8.6:—also ἐγ-κρᾱνίς, ίδος, ἡ, ib. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκράνῐον: τό, καὶ ἐγκρανίς, ίδος, ἡ, ἡ παρεγκεφαλίς, Γαλην. τ. 4. σ. 498.
Spanish (DGE)
-ου, τό
cerebelo τοὐπίσω μέρος ὅλον ἐγκεφάλου, τὸ καλούμενον ὑπό τινων ἐ. Gal.2.714, cf. 3.637.