εἰδωλολάτρης
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ου, ὁ, ἡ,
A idol-worshipper, idolater, ib. 5.10, etc.
German (Pape)
[Seite 725] ὁ, Götzendiener, N. T. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδωλολάτρης: -ου, ὁ, ἡ, ὁ λατρεύων, προσκυνῶν εἴδωλα, Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α. ε΄, 10, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
idolâtre.
Étymologie: εἴδωλον, λατρεύω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ idólatra μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις ... καὶ ἅρπαξιν ἢ εἰδωλολάτραις no tratar con fornicadores ... ni con saqueadores o idólatras 1Ep.Cor.5.10, cf. Apoc.21.8, de crist. que consultaban a falsos profetas, Herm.Mand.11.4, μετὰ τελωνῶν καὶ εἰδωλολατρῶν ἀνεκλίθη dicho de Cristo, Manes 92.13, cf. 93.5, identificado con el hombre avaro, Gr.Naz.M.37.883A, εἰδωλολάτρας ... μιμούμενος Amph.Seleuc.205, ἔστιν ἀκάθαρτος ὁ εἰ. Chrys.M.61.154.