ἐμπύησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A suppuration, Id.Aph.5.65, Aret.CA1.7, etc.
German (Pape)
[Seite 818] ἡ, = ἐμπύη, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπύησις: -εως, ἡ, σχηματισμὸς πύου, «ὄμπυασμα», Ἱππ. Ἀφ. 1256, Ἀρετ., κτλ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος Hp.Coac.18; plu. ac. ἐμπυήσιας Hp.Prog.7]
medic. supuración, empiesis Hp.Prog.7, Aph.5.65, ἐ. δακρύων δακνωδέων Hp.Liqu.6, ἐ. πλεύμονος Hp.Coac.18, cf. Aret.CA 1.7.5, ἡ κατὰ τὰς ἐμπυήσεις ἑπομένη (ἀλλοίωσις) Gal.11.724.