ἐναποσκήπτω
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
A cause to descend, θεὸς ἐ. νόσον τισί J.AJ 2.14.6. II intr., supervene, attack, -σκηπτούσης τῆς φλεγμονῆς Cass.Pr.30, cf. Phlp.inde An.339.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποσκήπτω: ἀποσκήπτω ἔν τινι, ἐνσκήπτω, ἐμπίπτω. Ὠριγέν. 3. σ. 474, Κασσ. Προβλ. 30.
Spanish (DGE)
1 tr. hacer descender, precipitar ὁ θεὸς ... Αἰγυπτίοις ἐναπέσκηψε τὴν νόσον I.AI 2.313.
2 intr. sobrevenir, producirse ἐναποσκηπτούσης δὲ τῆς φλεγμονῆς Cass.Pr.30, τὸ σχῆμα τοῦ ἐναποσκήψαντος χυμοῦ Phlp.in de An.339.5, cf. Nil.Narr.5.17.