ἐνεδρευτής

From LSJ
Revision as of 12:29, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_14)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεδρευτής Medium diacritics: ἐνεδρευτής Low diacritics: ενεδρευτής Capitals: ΕΝΕΔΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: enedreutḗs Transliteration B: enedreutēs Transliteration C: enedreftis Beta Code: e)nedreuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A ensnarer, plotter, Sm.1 Ki.22.8, Ptol.Tetr.159.

German (Pape)

[Seite 836] ὁ, der Nachsteller, der im Hinterhalt liegt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεδρευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐνεδρεύων, παγιδεύων, κακὰ μηχανώμενος, δόλιος, Σύμμ. Βασιλ. Α΄, ΚΒ΄, 8, Πτολεμ. Τετράβ. 159 κλ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 agazapado, emboscado subst. οἱ ἐνεδρευταί tropa preparada para las emboscadas, grupo de hombres emboscados οὐκ ἀγνοεῖς ... τίς ὁ κατάσκοπος, τίνες οἱ ἐνεδρευταί, τίνες οἱ σφενδονῆται Gr.Nyss.Hom.in Eccl.429.13, ἐνεδρευταὶ καὶ λῃσταὶ γῆν διενοχλοῦσι καὶ θάλασσαν Gr.Nyss.Usur.206.3, cf. glos. a λοχίτης, a ὁδοιδόκος, a ὁδουρός Hsch., glos. a κακοῦργοι Sud.
enemigo Sm.1Re.22.8.
2 intrigante, insidioso ποιεῖ ... φιλοθορύβους, δολίους, ἐνεδρευτάς Ptol.Tetr.3.14.14, cf. Vett.Val.388.10, Heph.Astr.2.15.12
persona que tiende trampas, acechador c. gen. ὦ πρεσβύται μιαροὶ ... σωφροσύνης ἐνεδρευταί Ast.Am.Hom.6.3.2.