insociable
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
Spanish > Greek
δυσομίλητος, ἀσυνάλλακτος, δύσμικτος, ἀνέξοδος, ἀπάνθρωπος, ἀπροσόμιλος, δυσκοινώνητος, δυσεπίμικτος, ἀπρόσοδος, δυσσυνάλλακτος, ἀσυμπερίφορος, ἀσύμβλητος, ἀκοινώνητος, ἄμικτος, ἀσυγκέραστος, ἀτράπεζος, ἀπρόσμικτος, ἐξάνθρωπος