προσαρμόζω
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
English (LSJ)
later Att. προσαρμόττω,
A fit to, attach closely to, μαστῷ τέκνα E.Ion 762; τῷ προσαρμόσω στόμα; Id.HF486; γυμνὰς ἐκ <πέπλων> ἐπωμίδας κώπῃ π. Id.IT1405; τι εἴς τι Pl.Tht.193c, cf. 194a:— Pass., δρέπανα περὶ τοῖς ἄξοσι προσήρμοσται X.Cyr.6.2.17; προσήρμοσται [τὸ πηδάλιον] τῷ πλοίῳ Arist.Mech.850b32. 2 metaph., adapt, ὄνομα πράγματι Pl.Cra.414d; ἕκαστον ἑκάστῳ Id.Phdr.271b; π. ἑαυτὸν πρός τινα Plu.2.52b; ῥυθμοὺς π. [μέλει] set measures, Pl.Lg.669c. 3 c. acc. only, χέρας π. E.Supp.816 (lyr.); π. τὴν χεῖρα fit it on to the stump, X.Cyr.7.3.9; π. ξύλα to a broken rudder, Plu.Brut.46; ἀντὶ δώρων δῶρα π. add fitting gifts, S.Tr.494. II intr., attach oneself, Arist.GA718a28; κύκλος προσαρμόττων κέντρῳ Plot.4.4.16. 2 suit or agree with a thing, τὸ προσαρμόττον ἑκάστῃ φύσει εἶδος Pl.Phdr. 277c; πρός τι X.Cyr.8.4.21. III Med., fit on to oneself, Aesar. ap.Stob.1.49.27.