repartirse
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
Spanish > Greek
διαιρέω, ἐκδίδωμι, διατάσσω, διανέμω, διαμερίζω, διαμοιράομαι, δατέομαι, διαλαμβάνω, διαμετρέω, διαδατέομαι, διαχέω, διαλαγχάνω