caer
From LSJ
Spanish > Greek
ἀποκλίνω, ἀμύω, ἐκπίπτω, διαπίπτω, εἰσπίπτω, ἀντεμπίπτω, ἐμπταίω, ἐνδιαπίπτω, ἐμπαρίεμαι, ἐκκυβιστάω, ἐκκυλίνδω, ἐκπίτνω, ἀποπίπτω, ἐμπίπτω, ἀνατρέπω, ἐγκαταπείρω, διεκπίπτω, ἐναποκλίνω, εἰσάλλομαι, βάλλω
ἀποκλίνω, ἀμύω, ἐκπίπτω, διαπίπτω, εἰσπίπτω, ἀντεμπίπτω, ἐμπταίω, ἐνδιαπίπτω, ἐμπαρίεμαι, ἐκκυβιστάω, ἐκκυλίνδω, ἐκπίτνω, ἀποπίπτω, ἐμπίπτω, ἀνατρέπω, ἐγκαταπείρω, διεκπίπτω, ἐναποκλίνω, εἰσάλλομαι, βάλλω