ἐναποκλίνω

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναποκλίνω Medium diacritics: ἐναποκλίνω Low diacritics: εναποκλίνω Capitals: ΕΝΑΠΟΚΛΙΝΩ
Transliteration A: enapoklínō Transliteration B: enapoklinō Transliteration C: enapoklino Beta Code: e)napokli/nw

English (LSJ)

[ῑ], lay down in, ἑαυτὸν στιβάδι Philostr.Jun.Im.3.

Spanish (DGE)

1 reclinarse, acostarse en c. ac. del refl. y dat. ἑαυτὸν τῇ στιβάδι Philostr.Iun.Im.3.4.
2 fig. caer, sumirse εἰς κώμους καὶ μέθας ἐναποκλίνας Philost.HE 3.22a-26a.

German (Pape)

[Seite 828] darauf niederlegen, ἑαυτὸν στιβάδι Philostr. iun. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποκλίνω: κλίνω ἐπί τινος, ἅτερος δὲ σφῶν ἐναποκλίνας ἑαυτὸν τῇ στιβάδι διαναπαύει που Φιλόστρ. 867.

Greek Monolingual

ἐναποκλίνω (Α)
1. κλίνω, γέρνω, ακουμπώ πάνω σε κάτι
2. ρέπω, έχω ροπή για κάτι.