perforar
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
Spanish > Greek
ἀναστομόω, διατετραίνω, ἐμπείρω, ἐκτρυπάω, διορύσσω, ἐντετραίνω, ἀποτετραίνω, διατρυπάω, ἐκτιτράω, διατιτράω, διατίτρημι, διατιτρώσκω, βοθρίζω, ἐκκόπτω, διαπρίω, διαπρίζω, ἀντιτορέω, διαμπερονάω