σκόρδον
From LSJ
Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß
English (LSJ)
τό,
A = σκόροδον, Crates Theb.4.5 D., IG22.1184.15 (iv B.C.), PSI4.332.6 (iii B.C.), PTeb.717.5 (ii B.C.), LXX Nu.11.5, Phld.Po.2.52, Dsc.2.152, IG3.73.10, Edict.Diocl.6.23, Gp.12.8.8, etc.: prov., μὴ σκόρδου (sc. φάγω) 'anything for a quiet life', prob. in Cic.Att.13.42.3; cf. σκόροδον: codd. of Thphr. have both σκόρδον (HP1.10.7, al.) and σκόροδον (1.6.9, al., Od.63):—Dim. σκορδόνιον, τό, Dsc.Eup.2.119; σκορδ-σνίαν καλοῦσιν οἱ Ῥωμαῖοι Orib. ap. Aët.11.10 (s.v.l.). II ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος ἐστὶν τὸ λεγόμενον σκόρδον PHolm.9.26.