σοβέω
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
A scare away birds, ἡμεῖς δὲ... οὐ σοβοῦντος οὐδενὸς ἀνεπτόμεσθ' Ar.Av.34; ἐπειδὴ τουτονὶ σεσοβήκαμεν (just above he had been called στροῦθος) Id.V.211; σ. τὰς ἀλεκτρυόνας Pl.Com. 20; οὐ σοβήσετ' ἔξω τὰς ὄρνιθας ἀφ' ἡμῶν; Men.167; τέττιγας Arist. HA556b14; μυίας Thphr.Char.25.5; drive along, ὥσπερ αἰπόλιον . . αὐτοὺς τῇ ῥάβδῳ σ. Luc.Cat.3; ἔχοντες ξύλα σοβοῦσι τὴν ὕλην they scare the wood (i.e. beat it so as to put up the birds), Arist.HA620a35. 2 generally, drive away, clear away, τὴν κόνιν X.Eq.5.5:— Pass., τὰς ἄλλας φροντίδας . . σεσοβῆσθαι Hp.Ep.12. II move rapidly or violently (cf. σοβαρός 1 and κυκλοσοβέω) , σ. τὴν κύλικα push about the bottle, Philostr.Jun.Im.3. 2 metaph., ὁ παῖς σοβείτω τοῖς ποτηρίοις let him ply [the guests] with cups (cf. πατάσσω 11.2), Amphis 18. 3 metaph. also in Pass., to be agitated, excited, Philostr.VS1.21.5; σεσόβηται ἐρωτικῶς Id.Im.1.8; γυνὴ σεσοβημένη 'forward' (of Opinion personified), Hp.Ep.15; σεσοβημένος οἴστρῳ AP6.219 (Antip.); σες. πρὸς δόξαν all in a fever for glory, Plu.Pomp. 29; σες. περί τι Ph.1.131; ῥυθμὸς σες. hurried, wild, Longin.41.1; σες. κίνησις Ph.2.267. III intr., walk in a pompous manner, strut, swagger, διὰ τῆς ἀγορᾶς σοβεῖ D.21.158; σοβοῦντες ἐν ὄχλῳ προπομπῶν Plu.Sol.27; μεθ' ὅσης θεραπείας καὶ παρασκευῆς ἐσόβει Alciphr.1.38; σόβει ἐς Ἄργος off with you! Luc.DDeor.24.2; σ. παρὰ τὸν Δρύαντα Longus 3.29. (Causative of σέβομαι, q.v.)