στενωπός
From LSJ
English (LSJ)
Ion. and Ep. στεινωπός, όν, (στενός, ὀπή)
A narrow, στεινωπὸς ὁδός Il.7.143, 23.416; στενωπότεραι αἱ διέξοδοι τροφῆς Hp.Vict.2.40; πόντος στειν. A.R.2.1191; στειν. παλάμαι Emp.2; ἐν οὕτω στενωπῷ in so narrow a space, D.S.31.9 codd. Phot. II mostly as Subst., στενωπός, ὁ (στενωπή, ἡ, Plu.Prov.1.61), narrow passage, strait, of the straits of Messina, στεινωπὸν ἀνεπλέομεν Od.12.234; στενωποῦ πλησίον θαλασσίου A.Pr.366; σ. ἁλός A.R.2.333, cf. 549 (so, of the Hellespont, σ. ὕδωρ Ἕλλης D.P.515); mountain-pass, defile, S.OT1399; lane, alley, Pherecr.108.4, Nicostr. Com.24, Thphr.Vent.29, D.S.12.10, Paus.5.15.2; σ. Ἅιδου the narrow entrance to Hades, S.Fr.832; of the blood-vessels, Pl.Ti.70b.