στηλίτης
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
ου, ὁ, fem. στηλιτ-ῖτις, ιδος,
A of or like a στήλη, λίθος Luc. Philops.11; ἐπὶ σταλίτιδι πέτρᾳ (Dor.) AP7.424 (Antip.Sid.). II inscribed on a στήλη, posted or placarded as infamous, στηλίτην τινὰ ἀναγράφειν, -ίτας ποιεῖν, Isoc.16.9, D.9.45; σ. γεγονὼς ἐν τῇ ἀκροπόλει Thrasyb. ap. Arist.Rh.1400a32; cf. foreg.