συμβαίνω
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
fut.
A -βήσομαι Hdt.2.3, etc.: pf. -βέβηκα, 3pl. -βεβᾶσι E.Hel.622, Ion. inf. -βεβάναι Hdt.3.146: pf. inf. Pass. -βεβάσθαι Th. 8.98: aor. 2 συνέβην (v. infr.): aor. 1 subj. Pass. ξυμβᾰθῇ Id.4.30:— stand with the feet together, Hp.Off.3; διαβαίνοντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες X.Eq.1.14; συμβεβηκὼς τὼ πόδε Poll.3.91; συμβᾶσα τὼ πόδε, opp. περιβάδην, Ach.Tat.1.1; Παλλάδιον τοῖς ποσὶ συμβεβηκός a statue with closed feet, as in early Greek art, Apollod.3.12.3. 2 σ. κακοῖς to be joined to them, i.e. increase them, E.Hel.37. 3 meet, σὺν δ' ἔβη ἐν Φιλότητι Emp.21.8; τὸν συμβαίνοντά σοι Eup.136 (dub.); σ. αὐτοὶ αὑτοῖς X.HG1.2.17; ξυμβέβηκε δ' οὐδαμοῦ has never come in my way, has had naught to do with me, E.Hel.1007. 4 attack jointly, ἐπὶ Ναξίους Parth.9.1. II most freq. metaph., come to an agreement, come to terms, E.Ph.71, etc.; ἐπ' ἐλάττονι σ. agree on (i.e. to accept) less, POxy.237 viii 11 (ii A.D.): c. dat., Th.3.52, 4.128, etc.; πρὸς ἀλλήλους ib.61, etc.: with neut. Adj., ἐὰν ξυμβῶ τί σοι Ar.Ra.175; ἤν τι ξυμβαίνωσι Th.2.5; ξ. τὰ πλείω, οὐδέν, Id.4.117, 5.36; τἆλλα τοῖς Λακεδαιμονίοις Id.8.98: c. inf., συνέβησαν ἐς τὠυτὸ... τὸν δὲ βασιλεύειν Hdt.1.13; ξ. ὑπήκοοι εἶναι Th.1.117; ξ. ἤν τις ἁλίσκηται, . . δοῦλον εἶναι ib.103; ξ. τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι σφᾶς αὐτούς Id.2.4; ξ. πρὸς Νικίαν . . ἐπιτρέψαι Id.4.54; also συνέβησαν . . ὥστε τριηκοσίους μαχέσασθαι Hdt.1.82; σ. εἰς τὸ μέσον agree to a compromise, Pl.Prt.337e; λόγοις σ., of a verbal agreement, E.Med. 737, Andr.233: generally, make friends with, ἐκ πολέμου ξ. Ar.V. 867; ἀπὸ τοῦ ἴσου Th.4.19; ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις E.Ph.590 (troch.): in pf. συμβεβάναι and Pass., of the agreement, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι that everything had been settled, or that they had settled everything, Hdt.3.146; ἐπὶ τούτοις ξυμβεβάσθαι Th.8.98; ἕως ἄν τι περὶ τοῦ πλέονος ξυμβαθῇ Id.4.30. 2 agree with, be on good terms with, οὐ . . Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος Ar.Ra.807; σ. ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων hold with one and other of them, D.H.2.62. 3 of things, tally, correspond with, ὁ χρόνος ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν Hdt.1.116; ἐθέλων εἰδέναι εἰ [οἱ ἐκείνων λόγοι] συμβήσονται τοῖσι λόγοισι τοῖσι ἐν Μέμφι Id.2.3; ξυμβαίνει ταῦτα τοῖς πρὸ τοῦ Lys.8.9; εἰς ταὐτὸ σ. τοῖς ἐμοῖς στίβοις A.Ch.210: abs., ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε ib.580; χρησμοί τε συμβαίνουσι are in harmony therewith, Ar.Eq.220, cf. S. Tr.1164; αὐτὸ σ. εἰς ταύτην εἶναι πέμπτην five days later exactly tallies, D.19.60; τοῦτο σ. οὐ πλέον ἢ εἰς δώδεκα comes to no more than 12, X.HG6.4.12; αἱ πεντακόσιαι μάλιστά πως συνέβαινον δραχμαί Aristid.Or.50(26).94; τὸ φαρμακεύεσθαι τῷ καθαίρεσθαι εἰς ταὐτὸν σ. comes to the same thing as... Gal.15.901; of ashlar-work, fit or range exactly, M.Ant.5.8. 4 fall to one's lot, c. dat. pers., μοι σ. ἆται E.IT148 (lyr.), etc.; ἡδοναί τινι Isoc.15.222; τριηραρχία μοι D. 47.49; ἀτυχία Id.57.65; εὐεργεσιῶν συμβαίνειν καιρόν Id.20.121. 5 to be an attribute or characteristic of, ξυνεβεβήκει . . Ἀθηναίοις τοῦτο Th. 2.15; τὰ ὀφείλοντα ταῖς ἀρίσταις συμβεβηκέναι τιτθαῖς Sor.1.87, cf.91, 2.6. III of events, come to pass, fall out, happen, συμβαίνει δ' οὐ τὰ μέν, τὰ δ' οὔ A.Pers.802; τῶνδε ναμέρτεια σ. S.Tr.173; ἐὰν μὴ θεία τις σ. τύχη Pl.R.592a; αἱ ἀεὶ συμβαίνουσαι τύχαι Id.Criti.120e; εἰ καιρὸς σ. X.Eq.Mag.2.5; χρηστόν τι σ. παρὰ θεῶν D.1.11; τοὐναντίον συμβαίνειν πέφυκε Gal.15.460: c. dat., ib.67, 16.724: also euphem., ἄν τι ξυμβῇ if anything happen (i.e. any evil), D.21.112, cf. Riv.Fil.60.59 (ii B.C.): generally, occur, be found, exist, ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἡμετέρᾳ φωνῇ σ. τὸ ὄνομα Pl.Cra.398b, cf. A.D.Pron.29.15: but, b mostly impers., sts. c. dat. et inf., αὐτῷ Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι συνέβη Hdt.6.103, cf. 3.50, Th.1.1; συμβαίνει τῷ πλοίῳ ἀργεῖν PCair.Zen.650.2 (iii B.C.), cf. PMich.Zen.21.3, al. (iii B.C.): sts. c. acc. et inf., συνέβη Γέλωνα νικᾶν Hdt.7.166, cf. Th.8.25; συμβαίνει διὰ παντὸς ἡμᾶς περιφόβους εἶναι PCair.Zen.160.6, cf. 132.5 (iii B.C.), PEnteux.6.2, al. (iii B.C.), Gal.15.476; σ. τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ εἶναι Arist.Metaph.1017a11; folld. by ὥστε, S.Tr.1152, Th.4.79, Arist.Pol.1261a34: c. part., σ. ὄν, γιγνόμενον, λεγόμενον, Pl. Sph.244d, Phlb.42d, Cra.412a. c τὸ συμβεβηκός chance event, contingency, Id.Prm.128c; τὰ συμβαίνοντα X.Cyr.1.6.43; τὰ συμβάντα Id.An.3.1.13; ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος ὁ τόπος εἴληφε τὴν προσηγορίαν Plb.10.28.7: hence κατὰ συμβεβηκός by accident, contingently (v. infr. iv. 1); τοῦ συμβαίνοντός ἐστι it depends upon accident, easily happens, Is.4.13. 2 joined with Adverbs or Adiectives, turn out in a certain way, ὀρθῶς σφι ἡ φήμη συνέβαινε ἐλθοῦσα Hdt. 9.101; κακῶς, καλῶς συμβῆναι, X.Mem.1.2.63, Cyr.5.4.14, E.IT1055; τὰ μητρὸς . . ἔχθιστα συμβέβηκεν S.El.262; ταῦτα . . λαμπρὰ σ. Id.Tr. 1174; ξυμβεβᾶσιν οἱ λόγοι . . ἀληθεῖς E.Hel.622; ἄπιστ' ἀληθῆ πολλὰ σ. βροτοῖς Id.Fr.396; σ. μέγιστον κακὸν ἡ ἀδικία Pl.Grg.479c, cf. Alc. 1.130c, Cra.398e; δοκεῖ τὸ μαντεῖον τοὐναντίον ξυμβῆναι ἢ . . Th.2.17; τοιούτου τούτου συμβάντος Id.1.74; συμβαίνει καὶ σοὶ (sc. ἄριστον) Pl. Lg.903d: abs., turn out well, ἢν ξυμβῇ ἡ πεῖρα Th.3.3; εἴ μοι σ. τοῦτο Pl.Lg.744a. 3 of consequences, come out, result, follow, δαπανῶντες ἐς τοιαῦτα ἀφ' ὦν ἡ ἀσθένεια ξυμβαίνει Th.8.45; κάλλιστον δὴ ἔργων ὑμῖν ξυμβήσεται Id.6.33; τὰ συμβάντα, opp. ἡ προαίρεσις, D.18.192; δηλοῦται ἐκ τοῦ συμβάντος Gal.16.583; ἐὰν μὴ ὅτι τάχος ἀποσταλῇ τὰ ὑποζύγια, συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι PCair.Zen. 467.8, cf. 481.2, al. (iii B.C.). b of logical conclusions, result, follow, freq. in Pl. and Arist., Pl.Grg.459b, etc.; σ. ἐκ τῶν κειμένων Arist.Top.156b38, al., cf. D.25.73: impers., it follows, c. inf., Pl.Tht.170c, Phd.74a, Arist.EN1152b25, al.; also σ. μήτε κουφότητ' ἔχειν μήτε βάρος, ἔπειθ' ὅτι ἀδύνατον κινηθῆναι Arist.Cael.270a5: also pers., συμβαίνει εἶναι or γίγνεσθαι turns out to be, i.e. consequently or inevitably is or happens, κάθαρσις εἶναι τοῦτο σ. Pl.Phd.67c, cf. 80b, Cra.396a, Phlb.55a, 64e, Prm.134b, R.438e; ὅσα συμβαίνει γίγνεσθαι κακὰ καὶ ὅσα συμβήσεται Id.Plt.301e: hence συμβεβηκός (v. infr. iv. 2). IV in Philos., τὸ συμβεβηκός has two senses: 1 a contingent attribute or 'accident' (in the modern sense), Arist. APo.73b4, Top.102b4, al.; κατὰ συμβεβηκός 'accidentally', opp. καθ' αὑτό, Id.Ph.192b22, cf. Metaph.1052a18, Thphr.Sens.22; opp. ἁπλῶς, Arist.APo.71b10, al.; opp. φύσει, Id.de An.406a14; opp. κυρίως, πρώτως, Gal.15.629, cf. 16.575, al.; opp. ἄντικρυς, Id.18(2).180. 2 an attribute necessarily resulting from the notion of a thing, but not entering into the definition thereof, οἷον τῷ τριγώνῳ τὸ δύο ὀρθὰς ἔχειν Arist.Metaph.1025a31; distd. by the addition of καθ' αὑτό, Id.APo.83b19, al.; in Epicurus, essential attribute, property, opp. σύμπτωμα 'accident', τὰ τούτων συμπτώματα ἢ σ. Ep.1p.6U., cf. Nat.4 G., al.; σ. ἀνθρώπου τὸ θνητὸν εἶναι Phld.Sign.3, al.; in the Stoics, consequence, opp. αἴτιον, Zeno Stoic.1.25.