συμμαχία
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A alliance, offensive and defensive (opp. an ἐπιμαχία or defensive one, Th.1.44), IG12.52.16, al., Hdt.2.181, 4.120, etc.; σ. ποιέεσθαι πρός τινα Id.5.73, cf. 63, X.HG3.2.21, IG22.43.26, etc.; τινι Th.1.44,57; ἡ ἔξω ξ. Id.3.65; σ. παρέχεσθαι Pl.R.474b. 2 generally, the duty of an ally, ξυμμαχίας ἁμαρτών A.Ag.213 (lyr.) (which others take in signf. 11). 3 συμμαχίαν φρουρεῖν, i.e. συμμάχων χώραν, Th.5.33. II = τὸ συμμαχικόν, the body of allies, Hdt.1.77,82, E.Rh.994 (anap.), Th.1.118,119, etc.; συμμαχίας συνελθούσης Aeschin.2.32. 2 allied or auxiliary force, Th.6.73; σ. πέμπειν X.HG4.8.24, cf. SIG 763.5 (Cyzicus, i B.C.); ἔξωθεν ἐπάγεσθαι σ. Pl.R.556e: generally, body of friends, Pi.O.10(11).72.