συμμιγής
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ές,
A mixed up together, commingled, promiscuous, βοσκήματα S.Tr.762; φόνος E.Rh.431; τεύχη Id.Cyc.226; βοή Tim.Pers. 35, Ar.Av.771 (lyr.); ἠχὴ ἄκριτος καὶ σ. Plu.Tim.27; ὑπὸ συμμιγεῖ σκιᾷ in a dense shade, opp. ἐν ἡλίῳ καθαρῷ, Pl.Phdr.239c; σ. δρυμοί Plu.Caes.20; of water, σ. καὶ θολερός Id.2.725e. 2 c. dat., commingled with, μελίσσης νάμασιν . . συμμιγῆ . . θρόμβον milk mixed with honey, Antiph.52.7, cf. Gal.6.45, 160; πόνοι . . νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς A.Th.741 (lyr.), cf.S.Fr.398; ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ σ. κακά common to both, Id.OT1281. 3 name of a bandage, Sor.Fasc.19.