συμπαρασκευάζω
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
A assist in getting ready or bringing about, ὁ δαίμων ἡμῖν ταῦτα συμπαρεσκεύακεν X.Cyr.7.5.81, cf. D.18.158; σ. τὰ ἔνδον X.Cyr.5.3.14; πλοῖα Id.An.5.1.10; σ. τὸν ἀγῶνα help in providing for it, And.1.132; καιρὸν σ. κατά τινων D.23.183; ὁπλίτας σ. ὅπως αἰχμάλωτοι γένωνται Id.19.230:—Med., συμπαρασκευασάμενος δύναμιν f.l. in Isoc.5.101.