συμπαρασκευάζω
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
assist in getting ready or bringing about, ὁ δαίμων ἡμῖν ταῦτα συμπαρεσκεύακεν X.Cyr.7.5.81, cf. D.18.158; σ. τὰ ἔνδον X.Cyr.5.3.14; πλοῖα Id.An.5.1.10; σ. τὸν ἀγῶνα help in providing for it, And.1.132; καιρὸν σ. κατά τινων D.23.183; ὁπλίτας σ. ὅπως αἰχμάλωτοι γένωνται Id.19.230:—Med., συμπαρασκευασάμενος δύναμιν f.l. in Isoc.5.101.
German (Pape)
[Seite 984] mit zubereiten, verschaffen; Xen. An. 5, 1, 8. 10; Dem. u. Folgde; τινὶ ὠφελείας, Pol. 4, 3, 8; τὸν ἔκπλουν, Plut. Timol. 7.
French (Bailly abrégé)
préparer ensemble ou en même temps;
Moy. συμπαρασκευάζομαι préparer ensemble pour soi.
Étymologie: σύν, παρασκευάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμ-παρασκευάζω helpen voorbereiden, mede regelen, mede uitrusten; met dat. en acc..; τίς... ὁ ταῦτα συμπαρασκεύασας αὐτῷ; wie is degene die hem geholpen heeft om die dingen voor te bereiden? Dem. 18.158; met acc. en ὅπως -bijzin. χιλίους ἱππέας... ὅπως αἰχμάλωτοι γένωνται συμπαρεσκεύασεν hij heeft er mede voor gezorgd dat 1000 infanteristen krijgsgevangen genomen werden Dem. 19.230.
Russian (Dvoretsky)
συμπαρασκευάζω:
1 вместе или одновременно подготавливать, устраивать (τί τινι Xen., Dem.);
2 снаряжать (πλοῖα Xen.; μυρίους ὁπλίτας Dem.; τὸν ἔκπλουν Plut.): συμπαρασκευσάμενος δύναμιν Isocr. снарядив войско.
Greek Monolingual
Α παρασκευάζω
παρασκευάζω κάτι μαζί με άλλους.
Greek Monotonic
συμπαρασκευάζω: μέλ. -σω, βοηθώ στην προετοιμασία ή στην εκτέλεση κάποιου έργου, σε Ξεν., Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρασκευάζω: βοηθῶ εἰς τὴν παρασκευὴν ἢ εἰς τὴν ἐκτέλεσιν, ὁ δαίμων ἡμῖν ταῦτα συμπαρεσκεύασεν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 81, πρβλ. Δημ. 280. 18· σ. τὰ ἔνδον Ξεν. Κύρ. 5. 3. 14· πλοῖα ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 1, 10· σ. τὸν ἀγῶνα, βοηθῶ εἰς τὰς περὶ αὐτοῦ ἑτοιμασίας, Ἀνδοκ. 17. 16· σ. τόπον κατά τινος Δημ. 681. 22· σ. ὁπλίτας ὅπως γένωνται ὁ αὐτ. 413. 5. ― Μέσ., συμπαρασκευασάμενος δύναμιν Ἰσοκρ. 102D.
Middle Liddell
fut. σω
to assist in getting ready or bringing about, Xen., Dem.