σινδόνιον
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
τό,
A curtain, garment, etc., made of σινδών, IG 42(1).118.67 (Epid., iii B.C.), Gal.Protr.10, Poll.7.73, D.C.79.13, POxy.921.15 (iii A.D.), Sammelb.7033.40 (v A.D.).
German (Pape)
[Seite 883] τό, D. Cass. 79, 13, = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
σινδόνιον: τό, παραπέτασμα, ἔνδυμα κτλ., πεποιημένον ἐκ σινδόνος ἤτοι λεπτοῦ ὑφάσματος, Δίων Κ. 79. 13, Πολυδ. Ζ΄, 73· ὡσαύτως σινδονίσκη, ἡ, Πλούτ. 2. 340D.