συμπονέω
From LSJ
English (LSJ)
A toil or suffer with or together, τινι with one, συμπονήσατε τῷ νῦν μογοῦντι A.Pr.276; συμπόνει πατρί S.El.986, etc.; σ. καὶ συγκινδυνεύειν τισί X.Cyr.7.5.55; τοῖς κακοπαθοῦσι Plu.Ant.43; σ. τινὶ πόνους E.Or.[1224]; σ. κακοῖσι take part in them, ib.683: abs., labour together, S.Ant.41, etc.; σ. πολλά Ar.Ach.695 (lyr.); ἐάν τι πονήσῃ μέρος, συμπονεῖ τὸ ὅλον Arist.Pr.883a14, cf. Thphr.Sud.34.